- χωρομετρία
- ηη τέχνη της καταμέτρησης της επιφάνειας ενός τόπου με κατάλληλα όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωρομετρία — η, ΝΑ [χωρομέτρης] η ειδικότητα και η τεχνική τής καταμέτρησης εδαφικών εκτάσεων νεοελλ. η καταμέτρηση εδαφών με τη χρήση χωρομετρικών οργάνων και, ειδικότερα, ο προσδιορισμός τού εμβαδού, η σχεδίαση και η οριοθέτηση αγροτικών κτημάτων και… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
γεωδαισίγραφο — το όργανο κατάλληλο για χωρομετρία* … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
χωρομέτρηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρομετρώ, η καταμέτρηση γεωργικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων 2. χωρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. χωρομέτρησις, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
χωρομετρικός — ή, ό, Ν [χωρομέτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρομέτρη ή στην χωρομετρία («χωρομετρικά όργανα»). επίρρ... χωρομετρικώς και χωρομετρικά Ν με χωρομετρικό τρόπο … Dictionary of Greek